Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

To πέρασμα (αφιερωμένο στην Ψυττάλεια του Σαμσών Ρακά)

Πριν μερικές  βδομάδες έλαβα το 86ο, 
και τελευταίο, μονότυπο της Ψυττάλειας του σαμσών ρακά
To παρακάτω είναι κάτι που προσπαθώ να γράψω 
εδώ και καιρό και το συνέδεσα με την παραλαβή 
αυτού του ξεχωριστού βιβλίου. Αναζητήστε το.











To πέρασμα



Στα ποτάμια πολλές φορές συναντάει κανείς κάτι μοναχικούς βαρκάρηδες. Αν τους πετύχεις στην ακτή και τους κάνεις για δώρο κάτι που μπορεί να τυχαίνει να έχεις μαζί σου - για παράδειγμα ένα φρούτο - μπορεί να σε πάρουν για μία βόλτα μέσα σε μία σκοτεινή νύχτα. Μέσα σε αυτό το σκοτάδι βρέθηκα να συνομιλώ με έναν από τους βαρκάρηδες. Ο καθένας από αυτούς βρίσκει τον τρόπο του να ανοίγει τον δρόμο του. Κάποιοι κρατάνε δαυλούς με φωτιά ή έχουν για συντροφιά πυγολαμπίδες. Άλλοι ζουν σε εγκαταλελειμμένους φάρους και  μελετούν ουρανογραφία, άλλοι δουλεύουν σαν θερμαστές ταΐζοντας καμίνια που μετακινούν υπερωκεάνια. Κουβαλούν φακούς, λάμπες και πορτατίφ διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, είναι περιπατητές, φλογερολάληδες, διανυκτερεύουν όπου βρουν κάνοντας την κάπα τους για πάπλωμα, αυτή που λέει η ιστορία ότι με τον δυνατό αέρα την σφίγγουν πάνω τους και με τον ήλιο την πέταξαν και χάθηκε. Του μίλησα για μία συλλογή από αντικείμενα που την είχα χρόνια και την κοίταζα και στο τέλος μου μύρισε μούχλα και την πέταξα.



Μου απάντησε:



‘ξέχνα για λίγο αυτά που γνώρισες

η αφαίρεση είναι η τέχνη της εποχής μας

άκου αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σου

και διέσχισε την έρημο του εαυτού σου.

Προχώρα’


Το ακούω.
Βάζω φωτιά σε μία εικόνα
Βάζω το μαχαίρι στο βυθό
Αφήνω την άγκυρα να παρασύρει το άλλο μου μισό
Διαλέγω το φόντο
Και το πλαίσιο
Διαλέγω τις στιγμές
Αδειάζω τέφρες
Χωρίς το βάρος τους
Ανεβαίνω στην βάρκα σου.
Ας πιούμε λοιπόν
Στις αναχωρήσεις που δεν έχουν γυρισμό
γιατί
Είναι μέρος της επιστροφής.
Δεν θέλω τίποτα για ανταμοιβή
Μέχρι το τέλος θα φτάσω
Όχι όπως τότε που
λίγο πριν χτυπήσω την πόρτα να ρωτήσω
Δείλιασα
Και αποφάσισα να γυρίσω πίσω.
Είμαι αποφασισμένος να προχωρήσω
ένα βήμα πέρα από αυτό που έμαθα να είμαι.



 Για να το πω διαφορετικά:   


Ήμουνα μέσα σε ένα σκοτάδι όμορφο
σαν ταξίδι
και το περιγράφω με αυτό τον τρόπο
Γιατί θα ήθελα να μιλήσω
Για την στιγμή
όπου
μόλις που το αντιλαμβάνεσαι
το μαύρο σπάει
όχι με θόρυβο
αλλά με κλάμα
το τραγουδιστό κλάμα του αμανετζή
που ανοίγει την θλίψη
την διπλώνει με μαεστρία,
την τσακίζει
την σκίζει
και την χαρίζει
σαν πουλί που πετάει
Προχωράει
Μαζί του έρχεσαι και εσύ
φτάνεις στην ακτή.
Ξημερώνει
και γελάς
Περπατάς
Τρέχεις στον δρόμο
Γελάς
Γελάς με την δύναμη




Για να το πω διαφορετικά:


Ήμουνα μέσα σε ένα πλοίο
Απέναντί μου ήταν ο δολοφόνος.
Κρατούσε το πηδάλιο γερά στα δυό του χέρια
Και εγώ απέναντί του ήμουν και περίμενα
Σαν τον έφηβο που αναγνωρίζει στον εαυτό του στον καθρέφτη
Την κοινή ταυτότητα
Όπου όλοι είμαστε μαριονέτες
Όπου επιτρέπεται να ουρλιάζουμε
«τόσο όσο πρέπει»
στους άδειους δρόμους των γειτονιών όπου γεννηθήκαμε
στις ερημιές που φυλάνε σκοπιές οι φαντάροι
όπου τίποτε δεν αλλάζει
όπου 20χρονοι αυτοκτονούν
πριν το ξημέρωμα.
μέσα στο σκοτάδι
αόρατοι μέσα στο τίποτα
χωρίς κατεύθυνση
χωρίς τίποτα να έχει σημασία.
Κι έτσι λοιπόν
ψύχραιμα
Λίγο πριν την απόβαση σε ρώτησα
- Τι είναι «ζωή»;
Και μου απάντησες
- Ζωή σημαίνει «να γίνεσαι».




Το ακούω. Και σκέφτομαι ότι το ωραίο με τα ποτάμια είναι ότι έχουν πάντα μία συνέχεια. Όσο όμορφα κι αν είναι εκεί που βρίσκεσαι, υπάρχει πάντα ένα σημείο παραπέρα που τροφοδοτείται συνέχεια με νερό, που μάλλον είναι καταπράσινο, ήσυχο, με μία φιλική ακτή πρόθυμη να σε φιλοξενήσει. Εκεί, μάλλον, θα μπορέσεις να κάτσεις ελεύθερα. Ίσως αν πας λίγο παραπέρα να είναι εκεί δίπλα και να σε περιμένει να την ανακαλύψεις. Ίσως είναι εκεί γιατί είσαι εσύ που τη δημιουργείς.  Είναι σαν τις γραμμές πάνω στο χαρτί που μουντζουρώνεις ενώ σκέφτεσαι. 




Αν βρεθείς εκεί για μία βόλτα με ένα βαρκάρη ίσως σε ξεναγήσει στο τοπίο και μπορέσεις να δεις τις ­­­ρίζες των ποταμόδεντρων, ακάλυπτες, ασυνάρτητες, ζωντανές, σαν κεραίες που ψάχνουν στην ατμόσφαιρα ζωή. Άλλο τόσο όσο είναι στην γη, είναι στο νερό και στον αέρα, ξεριζωμένες και κενές, ελεύθερες σαν τα φαντάσμάτα.



 


Δεν υπάρχουν σχόλια: